μουσική συνοδεία

μουσική συνοδεία
Στη μουσική υποδηλώνει το ενόργανο μέρος που χρησιμεύει ως ρυθμικό και αρμονικό στήριγμα στο τραγούδι ή σε ένα όργανο, παρέχοντας ηχητική πληρότητα στο σύνολο. Παρόλα αυτά, η μ.σ. δεν αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της μουσικής (δεν έχει λόγο ύπαρξης, π.χ. στην αντιστικτική μουσική), αλλά είναι πολύ χρήσιμη στο να προβάλλει την εκφραστικότητα του μελωδικού μέρους. Η λειτουργία της είναι όμοια με εκείνη του βάθους ενός πίνακα ζωγραφικής, αφού χρησιμεύει στο να υπογραμμίζει το στοιχείο που κυριαρχεί πλουτίζοντάς το με καλλωπιστικά μοτίβα. Η ανάγκη της μουσικής συνοδείας είναι τόσο έμφυτη, ώστε να την εκδηλώνουν και οι πρωτόγονοι λαοί είτε με την υποτυπώδη μορφή του ρυθμού, που εκφράζεται με το χτύπημα των ποδιών και των χεριών, είτε με τη μονότονη κρούση χονδροειδών οργάνων από ξύλο ή μέταλλο. Στην αρχαία μουσική δεν υπήρχε πραγματική και καθαυτή μ.σ.· ο μουσικός περιοριζόταν να εκτελεί στο όργανο (κιθάρα, λύρα, άρπα) την ίδια κύρια μελωδία που τραγουδούσε και ο τραγουδιστής. Οι Έλληνες πλησίασαν πολύ την ιδέα της μ.σ., πλουτίζοντας τη μελωδία του τραγουδιού με καλλωπιστικούς φθόγγους: αυτό αποτέλεσε την ετεροφωνία. Η πραγματική όμως μ.σ. είναι εκείνη που πραγματοποιείται μέσω ενός πολυφωνικού οργάνου - δηλαδή ικανού να παράγει πολλούς φθόγγους συγχρόνως - όπως το εκκλησιαστικό όργανο, το κλαβεσέν, το λαούτο, το πιάνο, η κιθάρα, η φυσαρμόνικα και πολλά άλλα, ή μέσω συγκροτήματος με διάφορα όργανα, που όλα μαζί μπορούν να εκτελέσουν τις συγχορδίες και να προβάλουν τον ρυθμό. Στην ιστορία της κλασικής μουσικής η μ.σ. έλαβε χαρακτηριστικές μορφές. Το «συνεχές βάσιμο» (basso continuo) γεννήθηκε στο τέλος του 16ου αι. (καθώς φαίνεται το 1595 με τα Εκκλησιαστικά Κοντσέρτα του Α. Μπανκιέρι) ως βασικό στοιχείο ή θεμέλιο της πολυφωνικής δομής των πιο υψηλών φωνών: ονομαζόταν έτσι επειδή συνίστατο από φθόγγους ή συγχορδίες που ηχούσαν στη χαμηλή περιοχή της ηχητικής κλίμακας χωρίς διακοπή (τυπικό της μουσικής του Μοντεβέρντι). Η «αναγκαστική» μουσική συνοδεία (accompagnamento obbligato) εξελίχθηκε αντίθετα στη μετά το πρώτο μισό του 18ου αι. περίοδο σε δύο τυπικές μορφές: στην πρώτη, ο ρόλος του μέρους της μ.σ. παρέμενε σταθερός και ήταν μοιρασμένος σε ορισμένα όργανα· στη δεύτερη, ο μουσικός διάλογος μεταξύ ορισμένων και διαφορετικών κάθε φορά οργάνων και των υπόλοιπων οργάνων της μ.σ. συνιστούσε ένα στοιχείο αποφασιστικό για τη δομή της μουσικής μορφής. Η μ.σ. είχε ευρεία αρμονική και αντιστικτική επεξεργασία, χωρίς πια άλλη διάκριση μεταξύ βαρείας και οξείας περιοχής, όπως, παράδειγμα, στα τρίο και στα κουαρτέτα του Μπετόβεν. Στη σημερινή μουσική η μ.σ. έχει πάρει συχνά μορφές εντελώς καινούργιες. Αμέτρητες και ποικίλες είναι οι μορφές της μ.σ. στη λαϊκή μουσική, που αντανακλούν τα μουσικά χαρακτηριστικά κάθε λαού και κάθε περιοχής: κιθάρες και μαντολίνα για το ναπολιτάνικο τραγούδι, γκάιντες (άσκαυλοι) για τα σκοτσέζικα τραγούδια, λύρες, κλαρίνα, βιολιά και νταούλια για τα ελληνικά τραγούδια, μπαλαλάικες και κύμβαλα για τις σλαβικές μελωδίες, βιολιά, μάντολες, μαρίμπες για τα μεξικάνικα τραγούδια κ.ο.κ. Στη μουσική τζαζ η μ.σ. παίρνει κυρίως ρυθμικό χαρακτήρα, χάρη στα «εφέ» που δημιουργούν τα κρουστά. Γενικά, στην περιοχή της μ.σ. σε ευρεία έννοια, υπεισέρχεται επίσης και οποιαδήποτε μουσική έκφραση - ρυθμική, μελωδική, συμφωνική ή πολυφωνική - που προορίζεται να υπογραμμίσει οποιαδήποτε δραματική δράση, όπως π.χ. στις διάφορες μορφές χορού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουσική — Αρχαιότατες είναι οι μαρτυρίες για τη μουσική εμπειρία. Οι πιο μακρινές ανάγονται στον αιγυπτιακό πολιτισμό, που ήδη τον 4o αι. π.Χ. παρουσίαζε αφθονία πνευστών οργάνων (αυλοί και σάλπιγγες) και έγχορδων (άρπες). Στα αρχαία ινδικά κείμενα (Βέδες) …   Dictionary of Greek

  • συνοδεία — η 1. το να πηγαίνει κάποιος μαζί με άλλον. 2. ακόλουθοι: Είχε τιμητική συνοδεία. 3. μουσική υπόκρουση: Τραγουδάει με τη συνοδεία κιθάρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • δωματίου, μουσική — Όρος που καθιερώθηκε τον 19ο αι. και υποδηλώνει συνθέσεις κλασικής μουσικής για ένα ή περισσότερα όργανα, ακόμα και για φωνές με συνοδεία οργάνων (σονάτες, λιντ, τρίο, κουαρτέτα κλπ.), που χρησιμοποιούνται όμως ως σολίστ και όχι ως μέλη ενός… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • πατινάζ — Άθλημα που διεξάγεται με παγοπέδιλα σε παγωμένες επιφάνειες ή με τροχοπέδιλα σε πίστες από τσιμέντο, από ξύλο ή ακόμα και στο δρόμο. π. στον πάγο ή παγοδρομία. Προήλθε από έναν τρόπο μετακίνησης των λαών του Βορά, που, υποχρεωμένοι να διανύουν… …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιαμέντο — Μουσικός όρος. Βλ. λ. μουσική συνοδεία. * * * (Μουσ.) ρυθμική συνοδεία* φωνητική ή οργανική μιας μελωδιάς …   Dictionary of Greek

  • ακομπανιάριστος — η, ο [ακομπανιάρω] (για τραγούδια ή μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει μουσική συνοδεία …   Dictionary of Greek

  • μαζούρκα — (mazurka). Λαϊκός πολωνικός χορός, που εμφανίστηκε στις αρχές του 16ου αι. και του οποίου η ονομασία προήλθε από την περιοχή της Μαζουρίας (βλ. λ.). Λαμπερή, ζωηρή, αλλά με μέτρια ρυθμική αγωγή, η μ. έχει τριμερή ρυθμό, που τονίζεται στον δεύτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”